Η μέτρηση της ωχρινοποιητικής ορμόνης στον ορό, χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των ανωμαλιών του έμμηνου κύκλου, την εκτίμηση ασθενών με υποψία υπογοναδισμού, στην πρόβλεψη του χρόνου της ωορρηξίας, στην εκτίμηση της γυναικείας υπογονιμότητας καθώς και διαφόρων βλαβών της υπόφυσης (πολύ συχνά, η αυξητική ορμόνη και η LH είναι οι πρώτες ορμόνες που επηρεάζονται σε βλάβες της υπόφυσης).
Η ωχρινοτρόπος ή ωχρινοποιητική ορμόνη (LH) όπως και η ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH), εκκρίνεται από το πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Η FSH προάγει την ωρίμανση του ωοθυλακίου στις ωοθήκες, το οποίο είναι απαραίτητο για την παραγωγή των οιστρογόνων. Καθώς αυξάνονται τα επίπεδα των οιστρογόνων, παράγεται η ωχρινοτρόπος ορμόνη (LH). Είναι απαραίτητα τα υψηλά επίπεδα τόσο της FSH όσο και της LH προκειμένου να συμβεί ωορρηξία και για τον μετασχηματισμό του ωοθυλακίου σε ωχρό σωμάτιο, μια διαδικασία γνωστή ως ωχρινοποίηση. Μετά την ωορρηξία, η LH διατηρεί το ωχρό σωμάτιο, το οποίο συνθέτει την προγεστερόνη. Εάν δεν συμβεί εγκυμοσύνη, το ωχρό σωμάτιο αποσυντίθεται μετά από περίπου 10 ημέρες. Η LH διεγείρει επίσης τις ωοθήκες για την παραγωγή στεροειδών, κυρίως οιστραδιόλης.
Κατά την εμμηνόπαυση, οι ωοθήκες σταματούν τη λειτουργία τους και τα επίπεδα της LH αυξάνονται.
Στους άνδρες, η LH και η FSH διεγείρουν τους όρχεις στο να παράγουν την τεστοστερόνη, η οποία είναι απαραίτητη για την σπερματογένεση.
Η κύρια κλινική χρήση της μέτρησης της ωχρινοτρόπου είναι η αξιολόγηση του άξονα υποθάλαμου-υπόφυσης-γονάδων.