Η ωσμωμοριακότητα (ωσμωτικότητα, osmolality) των ούρων μετρά τον αριθμό των οσμωτικά ενεργών σωματιδίων στην ούρα, ή αλλιώς τη συγκέντρωση των ούρων. Αυτό με τη σειρά του, αντικατοπτρίζει την ικανότητα των νεφρών να συμπηκνώνουν τα ούρα. Η εξέταση είναι χρήσιμη για την εκτίμηση της ισορροπίας των υγρών και των ηλεκτρολυτών καθώς και τον καθορισμό των απαιτήσεων του οργανισμού σε υγρά. Η εξέταση είναι επίσης ιδιαίτερα χρήσιμη στην αξιολόγηση της υπονατριαιμίας και υπερνατριαιμίας και στο να διακρίνει την προνεφρική αζωθαιμία από την οξεία ισχαιμική σωληναριακή νέκρωση. Μετά από ολονύκτια νηστεία, η ωσμωμοριακότητα των ούρων θα πρέπει να είναι τουλάχιστον τρεις φορές μεγαλύτερη από την ωσμωμοριακότητα του αίματος.
Φάρμακα που επηρεάζουν τη μέτρηση: αντιβιοτικά, αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωσικά, βρωμοκρυπτίνη, χημειοθεραπευτικά, δεξτράνη, διουρητικά, γλυκόζη, μαννιτόλη και σκιαγραφικά σκευάσματα.