Η μέτρηση του ψευδαργύρου στα ούρα, χρησιμοποιείται για τον έλεγχο των διαταραχών των συγκεντρώσεών του στον ορό.
Ο ψευδάργυρος (Zn) είναι ένα σημαντικό ιχνοστοιχείο, συμπαράγοντας της καρβονικής ανυδράσης, της αλκαλικής φωσφατάσης, των RNA και DNA πολυμερασών, της αλκοολικής αφυδρογονάσης και πολλών άλλων σημαντικών ενζύμων και πρωτεϊνών.
Η μείωση της συγκέντρωσης του ψευδαργύρου στον οργανισμό συμβαίνει είτε επειδή δεν απορροφάται από τη δίαιτα (περίσσεια χαλκού ή σιδήρου δυσκολεύει την απορρόφηση του) είτε χάνεται μετά την απορρόφηση. Η διαιτητική ανεπάρκεια μπορεί να οφείλεται σε απουσία (όπως π.χ. σε παρεντερική διατροφή) ή επειδή ο ψευδάργυρος δεσμεύεται στις φυτικές ίνες της διατροφής και δεν απορροφάται. Η περίσσεια χαλκού και σιδήρου στη διατροφή μπορεί να παρέμβει στην απορρόφηση του ψευδαργύρου. Όταν απορροφηθεί, η πιο κοινή οδός απώλειας είναι μέσω των εκκριμάτων από ανοικτές πληγές ή απώλεια από το γαστρεντερικό. Μείωση του ψευδαργύρου εμφανίζεται σε ασθενείς με εγκαύματα που χάνουν ψευδάργυρο στα εκκρίματα των εγκαυμάτων. Η ηπατική κίρρωση προκαλεί υπερβολική απώλεια του ψευδαργύρου με ενίσχυση της νεφρικής απέκκρισης. Άλλα νοσήματα που προκαλούν μείωση των επιπέδων ψευδαργύρου είναι η ελκώδης κολίτιδα, η νόσος του Crohn, η εντερίτιδα, η κοιλιοκάκη, η εντερική παράκαμψη, νεοπλασματικές νόσοι και ο αυξημένος καταβολισμός που επάγεται από αναβολικά στεροειδή. Η κακή διατροφή μπορεί επίσης να οδηγήσει σε χαμηλά επίπεδα ψευδαργύρου.
Η αύξηση της συγκέντρωσης του ψευδαργύρου στον ορό δεν είναι μείζονος κλινικής σημασίας. Μεγάλο μέρος του ψευδαργύρου διέρχεται μέσω της γαστρεντερικής οδού και αποβάλλεται στα κόπρανα. Ένα μέρος από τον ψευδάργυρο που απορροφάται απεκκρίνεται επίσης στα ούρα. Η μόνη γνωστή επίδραση της υπερβολικής πρόσληψης ψευδαργύρου σχετίζεται με το γεγονός ότι ο ψευδάργυρος παρεμβαίνει στην απορρόφηση του χαλκού, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε υποχαλκαιμία.
Ο ψευδάργυρος είναι βασικό στοιχείο για την ενεργό επούλωση των πληγών.