Αλδοστερόνη Ούρων
Η μέτρηση της αλδοστερόνης χρησιμοποιείται στη διερεύνηση ασθενών με αρτηριακή υπέρταση και περιπτώσεων πρωτοπαθούς και δευτεροπαθούς αλδοστερονισμού.
Τα επίπεδα αλδοστερόνης στα ούρα συσχετίζονται αντιστρόφως με την απέκκριση του νατρίου στα ούρα. Τα φυσιολογικά άτομα έχουν μείωση της αλδοστερόνης στα ούρα με επαρκή κατακράτηση νατρίου.
Η αλδοστερόνη είναι ένα αλατοκορτικοειδές που εκκρίνεται από το φλοιό των επινεφριδίων. Η απελευθέρωση της αλδοστερόνης ελέγχεται κυρίως από το σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης. Η μείωση του εξωκυττάριου υγρού έχει σαν αποτελέσματα τη μείωση της ροής του αίματος διαμέσου των νεφρών, η οποία με τη σειρά της διεγείρει την παραγωγή και έκκριση της ρενίνης από τους νεφρούς. Η ρενίνη δρα στο αγγειοτενσινογόνο για να σχηματιστεί η αγγειοτενσίνη I, η οποία με την παρουσία του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ACE), μετατρέπεται σε αγγειοτενσίνη II. Η αγγειοτενσίνη ΙΙ διεγείρει το φλοιό των επινεφριδίων και αυξάνει την παραγωγή της αλδοστερόνης.
Η αλδοστερόνη επιδρά στα άπω σωληνάρια των νεφρών, και προκαλεί αύξηση της επαναρρόφησης νατρίου και χλωρίου και αύξηση της απέκκρισης καλίου και ιόντων υδρογόνου. Το αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών είναι η αύξηση της κατακράτησης νερού και η αύξηση του εξωκυττάριου υγρού. Το τελικό αποτέλεσμα των μεταβολών της αλδοστερόνης είναι η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης.
Η μέτρηση των επιπέδων της αλδοστερόνης γίνεται τόσο στο πλάσμα όσο και στα ούρα. Οι πληροφορίες αυτές βοηθούν στη διάγνωση του πρωτοπαθούς αλδοστερονισμού που προκαλείται από βλάβη του φλοιού των επινεφριδίων, και του δευτεροπαθούς αλδοστερονισμού που μπορεί να οφείλεται στην υπερδιέγερση του φλοιού των επινεφριδίων από την αγγειοτενσίνη ή την ACTH. Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός μπορεί να ευθύνεται για έως και το 15% των περιπτώσεων ασθενών με υπέρταση, ιδιαίτερα στη μέση ηλικία.
Διεύθυνση : Πρωτεσιλάου 93 & Δαναών 69, Ίλιον 131 22
Τηλέφωνο : 210-2628860
Email : info@biomorfi.gr